- θεραπευτής
- οθηλ. θεραπεύτρια, η1. αυτός που θεραπεύει, γιατρός.2. ψευτογιατρός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
θεραπευτής — one who serves the gods masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεραπευτής — ο, θηλ. θεραπεύτρια (AM θεραπευτής, θηλ. θεραπεύτρια) [θεραπεύω] αυτός που περιποιείται, που θεραπεύει ασθενείς νεοελλ. αυτός που θεραπεύει ασθενείς χωρίς φάρμακα ή ιατρικά όργανα αλλά με υποβολή ή ξόρκια αρχ. 1. αυτός που λατρεύει τους θεούς ή… … Dictionary of Greek
θεραπευταῖς — θεραπευτής one who serves the gods masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεραπευταί — θεραπευτής one who serves the gods masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεραπευτοῦ — θεραπευτής one who serves the gods masc gen sg θεραπευτός that may be fostered masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεραπευτῇ — θεραπευτής one who serves the gods masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεραπευτήν — θεραπευτής one who serves the gods masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεραπευτῶν — θεραπευτής one who serves the gods masc gen pl θεραπευτός that may be fostered masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καταθυμικά Φαντασιωσική Ψυχοθεραπεία — Η θεραπεία της κατευθυνόμενης ονειροπόλησης του Leuner είναι βραχεία ψυχοθεραπευτική τεχνική, που κατατάσσεται στις τεχνικές που χρησιμοποιούν στην φαντασίωση. Στο τέλος της δεκαετίας του ’40, o H. Leuner ασχολήθηκε με την πειραματική μελέτη του… … Wikipedia
θεραπευτά — θεραπευτά̱ , θεραπευτής one who serves the gods masc nom/voc/acc dual θεραπευτής one who serves the gods masc voc sg θεραπευτής one who serves the gods masc nom sg (epic) θεραπευτός that may be fostered neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)